ξυνέμπορος

ξυνέμπορος
συνέμπορος , συνέμπορος
fellow-traveller
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνέμπορος — ὁ, ἡ, Α 1. συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης 2. μτφ. α) καθετί που συνοδεύει κάτι άλλο και είναι συνδεδεμένο με αυτό («λύπη δ ἄμισθος ἐστί σοι ξυνέμπορος», Αισχύλ.) β) αυτός που μετέχει σε κάτι («θεὸν... τὸν ξυνέμπορον τῆσδε τῆς χορείας», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”